- ακατασκήνωτος
- -η, -οαυτός που δεν κατασκήνωσε: Τα παιδιά, δυο μέρες τώρα, ήταν ακατασκήνωτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακατασκήνωτος — η, ο (Α ἀκατασκήνωτος, ον) [κατασκηνῶ] όποιος δεν έχει κατασκηνώσει, δεν έχει εγκατασταθεί σε σκηνές αρχ. ο ακατάλληλος για κατασκήνωση «ἀκατασκήνωτος τόπος» (Ονήσανδρος Στρατ. 1, 8) … Dictionary of Greek
ἀκατασκήνωτα — ἀκατασκήνωτος unsuitable for encampment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)